- τυλιχτάρι
- το, Ντο τυλιγάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυλιχτός + κατάλ. -άρι (πρβλ. κρεμαστ-άρι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυλιχτάρι — το τυλιγάδι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύστρεμμα — το, ΝΜΑ [συστρέφω] 1. καθετί το συνεστραμμένο 2. (κατ επέκτ.) κουβάρι, τυλιχτάρι μσν. μτφ. συνωμοτικό σχέδιο («πονηρὸν τεκτηνάμενος σύστρεμμα», Νικ. Χων.) αρχ. 1. πλήθος ανθρώπων, όχλος 2. συντεταγμένη ομάδα, λόχος («καὶ οἰ δύο ἄνδρες ἡγούμενοι… … Dictionary of Greek
τυλιγάδι — το 1. ξύλινο ραβδί διχαλωτό στο ένα άκρο και με κάθετο μικρό πάσσαλο στο άλλο, όπου οι υφάντριες τυλίγουν, κουβαριάζουν το νήμα, το τυλιχτάρι. 2. σκουλήκι των ελιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)